- μικρομύκητας
- οσυν. στον πληθ. οι μικρομύκητεςμύκητες μικρών διαστάσεων που είναι αντικείμενο μελέτης μόνο με το μικροσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
στάχτη — και σπάν. τ. στάκτη, η, Ν 1. τέφρα, σποδός, ό,τι απομένει μετά την καύση ενός πράγματος 2. ο μικρομύκητας ερυσίθη 3. η ασθένεια τών αμπελιών που προκαλείται από την ερυσίβη 4. φρ. α) «ρίχνω στάχτη στα μάτια» παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον β) «όλα… … Dictionary of Greek
ωίδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται γνωστή ασθένεια του αμπελιού η οποία οφείλεται στον αμερικανικής καταγωγής μικρομύκητα uncinula necatrix. Oνομάζεται επίσης στάχτη, μπάστρα και συναπίδι. Ο μικρομύκητας που την προκαλεί, εντοπίστηκε στην Ευρώπη το… … Dictionary of Greek